παράγων

παράγων
παράγω
lead by
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράγων — ο βλ. παράγοντας …   Dictionary of Greek

  • παράγοντας — και παράγων, ο 1. πρόσωπο που επηρεάζει έναν τομέα τής κοινωνικής ζωής τού τόπου, που πρωτοστατεί κάπου (α. «πολιτικός παράγοντας β. «κοινωνικός παράγοντας») 2. καθετί που συμβάλλει σημαντικά σε κάτι, που συντελεί ουσιαστικά στην παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • παραγονίτης — ο (ορυκτ.) βασικό πυριτικό ορυκτό τού νατρίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και έχει παρόμοιες ιδιότητες με τον μοσχοβίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Paragonit (< παράγων < παράγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”